Η σπονδυλολίσθηση είναι μια κοινή αιτία πόνου στη μέση και τα κάτω άκρα τόσο στους εφήβους όσο και στους ενήλικες. Ως κατάσταση, η σπονδυλολίσθηση ποικίλλει σε σοβαρότητα από ασθενή σε ασθενή και θεραπεία της απαιτεί εξειδικευμένη γνώση και υποστήριξη σε μεγάλο ιατρικό κέντρο με προηγμένες εγκαταστάσεις.
Ο Δρ. Γούσιας έχει μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση σύνθετων διαταραχών της σπονδυλικής στήλης, έχοντας θητεύσει ως διευθυντής για πολλά χρόνια σε κορυφαία κέντρα Νευροχειρουργικής στη Γερμανία.
Η σπονδυλολίσθηση είναι μια πάθηση κατά την οποία ένας από τους σπόνδυλους στη σπονδυλική στήλη ολισθαίνει από τη σωστή θέση σε σχέση με έναν παρακείμενο σπόνδυλο του. Διαφέρει από την δισκοκήλη, καθώς αφορά σε ολίσθηση του οστικού τμήματος σπονδύλου κι όχι σε δημιουργία κήλης από το μαλακό εσωτερικό του δίσκου, ωστόσο αμφότερες καταστάσεις της σπονδυλικής στήλης μπορούν να συνυπάρχουν
Τύποι σπονδυλολίσθησης
Η σπονδυλολίσθηση διακρίνεται σε πέντε βασικούς τύπους, ανάλογα με το βασικό αίτιο που την προκαλεί:
Η σπονδυλολίσθηση μπορεί να οφείλεται σε συγγενείς δυσπλασίες, φυσιολογική φθορά των σπονδύλων λόγω γήρανσης, τραυματισμούς από ατυχήματα, πτώσεις ή αθλητικές δραστηριότητες και παθολογικούς παράγοντες, όπως νεοπλασίες ή λοιμώξεις.
Επιπλέον, υπάρχουν ορισμένοι παράγοντες κινδύνου που αυξάνουν την πιθανότητα για σπονδυλολίσθηση, όπως:
Συχνά, η σπονδυλολίθηση δεν παρουσιάζει συμπτώματα. Όταν αυτά εμφανίζονται μπορεί να περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση για σπονδυλολίσθηση τίθεται έπειτα από ακτινολογική αξιολόγηση. Οι ακτινογραφίες παρέχουν μια συνολική αξιολόγηση της ανατομίας των οστών καθώς και της καμπυλότητας και της ευθυγράμμισης της σπονδυλικής στήλης. Η αξονική τομογραφία μπορεί να χρειαστεί για λεπτομερέστερη αξιολόγηση καταγμάτων στους σπονδύλους. Η μαγνητική τομογραφία παρέχει λεπτομερείς εικόνες μαλακών ιστών και συμβάλλει στον προσδιορισμό της συμπίεσης του νωτιαίου μυελού ή μιας νευρικής ρίζας. Μια ειδική ακτινογραφία (δυναμική ακτινογραφία σε κάμψη και έκταση) δίνει επιπλέον χρήσιμες πληροφορίες, αν η σπονδυλολίσθηση είναι κινητή ή όχι.
Η συντηρητική θεραπεία στοχεύει στην ανακούφιση από τα συμπτώματα, όπως ο πόνος, και μπορεί να περιλαμβάνει παγοθεραπεία, ενέσεις κορτικοστεροειδών, χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής (μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, αναλγητικά) και φυσικοθεραπεία. Η τελευταία μπορεί να έχει καλό αποτέλεσμα σε νεαρά άτομα, καθώς δυναμώνει το μυϊκό σύστημα τόσο ώστε να αντισταθμίζει το πρόβλημα στους σπονδύλους.
Αν η συντηρητική αγωγή δεν βοηθήσει ή η σπονδυλολίθηση έχει σοβαρά συμπτώματα, τότε η θεραπεία είναι χειρουργική με στόχο να ανακουφιστεί η πίεση που ασκείται σε οποιαδήποτε από τις ρίζες των νεύρων και να ενισχυθεί η σύνδεση μεταξύ των σπονδύλων. Σε ενήλικες ασθενείς με εκφυλιστική σπονδυλολίσθηση, η χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει πεταλεκτομή, για την αποσυμπίεση του νωτιαίου μυελού και των νευρικών ριζών, και σπονδυλοδεσία.
Η σπονδυλοδεσία πραγματοποιείται είτε μικροχειρουργικά μέσω μιας δερματικής τομής είτε διαδερμικά μέσω μικρών τομών μικρότερου του ενός εκατοστού, που δημιουργεί ελάχιστες ουλές και μειώνει το χρόνο αποθεραπείας. Κατά τη διαδικασία τοποθετούνται ειδικά οστικά μοσχεύματα στα πλάγια της σπονδυλικής στήλης, τα οποία με την πάροδο του χρόνου συγχωνεύονται με αυτήν, σχηματίζοντας ένα συμπαγές οστό. Ο Νευροχειρουργός μπορεί να χρησιμοποιήσει εργαλεία, όπως μεταλλικές πλάκες, ράβδους, βίδες ή κλωβούς στήριξης για να συγκρατήσει τους σπονδύλους ενωμένους ενόσω το οστικό μόσχευμα επουλώνεται.
Υπάρχουν διαφορετικές τεχνικές σπονδυλοδεσίες ανάλογα με την πρόσβαση στη σπονδυλική στήλη και την τοποθέτηση του οστικού μοσχεύματος. Η προσπέλαση στη σπονδυλική στήλη μπορεί είναι πρόσθια, οπίσθια ή πλάγια, ανάλογα με τις ενδείξεις.
Εφόσον ενδείκνυται από τον τύπο, τη θέση και τη σοβαρότητα της σπονδυλολίσθησης, η σπονδυλοδεσία μπορεί να γίνει με ελάχιστα επεμβατική χειρουργική, είτε διαδερμική ή ενδοσκοπική . Αυτό σημαίνει ότι ο Νευροχειρουργός κάνει μια μικρή τομή και χρησιμοποιεί εξειδικευμένα εργαλεία για να παρακάμψει τους μυς και να αποκτήσει πρόσβαση στους επηρεαζόμενους σπονδύλους με την ελάχιστη δυνατή επίπτωση στο μυϊκό ιστό.