Νέα

Διαβάστε την συνέντευξή μου στον εκδοτικό οίκο (deutscher verlag für gesundheitsinformation) για την υγεία με θέμα την αντιμετώπιση των μηνιγγιωμάτων

Prof. Γούσιας

Μπορείτε να διαβάσετε το άρθρο στο παρακάτω σύνδεσμο:

https://www.leading-medicine-guide.com/de/wissenswertes/experteninterviews/experteninterview-mit-prof-dr-dr-med-gousias-zu-meningeomen

 

Ο Καθηγητής Δρ. Iατρός Κωνσταντίνος Γούσιας είναι ένας εξαιρετικός ειδικός στον τομέα της νευροχειρουργικής και της χειρουργικής της σπονδυλικής στήλης, επιδεικνύοντας την εκτεταμένη κλινική εμπειρία και τεχνογνωσία  του στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών. Η εντυπωσιακή επαγγελματική του καριέρα και το έργο του σε κορυφαία διεθνή πανεπιστημιακά κέντρα υπογραμμίζουν τις εξαιρετικές του δεξιότητες και τη θέση του ως κορυφαίου ειδικού στον τομέα του.

Ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας είναι μέλος της 15μελούς Επιτροπής Χειρουργικής Νευροογκολογίας της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Νευροχειρουργικής και ειδικεύεται στη χειρουργική όγκων εγκεφάλου και νωτιαίου μυελού, στη χειρουργική της βάσης του κρανίου και σε σύνθετες και ενδοσκοπικές επεμβάσεις της σπονδυλικής στήλης. Η εξειδίκευσή του περιλαμβάνει τη θεραπεία ενός ευρέος φάσματος νευρολογικών και νευροχειρουργικών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένων όγκων του κεντρικού νευρικού συστήματος, ανευρυσμάτων και αρτηριοφλεβωδών δυσπλασιών, νευραλγίας τριδύμου και άλλων συνδρόμων πόνου. Η προσέγγισή του χαρακτηρίζεται από τη χρήση  μικροχειρουργικών, ρομποτικών και ενδοσκοπικών διαδικασιών ακρίβειας που επιτρέπουν ελάχιστα επεμβατικές θεραπείες και μειώνουν σημαντικά τους χρόνους ανάρρωσης των ασθενών.

Ως Διευθυντής του Νευροχειρουργικού Τμήματος στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών, μιας μονάδας που χαρακτηρίζεται από διεπιστημονική συνεργασία και υπερσύγχρονο εξοπλισμό, ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας διασφαλίζει υψηλής ποιότητας φροντίδα ασθενών. Η στενή συνεργασία με άλλους ειδικούς και η χρήση των τελευταίων τεχνολογιών στο χειρουργείο επιτρέπουν σε αυτόν και την ομάδα του να εκτελούν αποτελεσματικά σύνθετες χειρουργικές επεμβάσεις και να ανταποκρίνονται εξατομικευμένα στις ανάγκες των ασθενών.

Ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας δεν δραστηριοποιείται μόνο στην κλινική πράξη, αλλά ασχολείται επίσης ενεργά με την έρευνα και τη διδασκαλία. Είναι ακαδημαϊκό μέλος τριών ιατρικών σχολών, έχει συγγράψει πολυάριθμες επιστημονικές δημοσιεύσεις και είναι ενεργός ως κλινικός διευθυντής σε διεθνείς και εθνικές μελέτες. Η διδασκαλία και η δέσμευσή του στη συνεχή εκπαίδευση νέων ιατρών συμβάλλουν σημαντικά στη συνεχή ανάπτυξη της νευροχειρουργικής. Μέσω της εκτεταμένης εμπειρίας του, της δέσμευσής του στην έρευνα και της φροντίδας που επικεντρώνεται στον ασθενή, ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας έχει καθιερωθεί ως ηγετική φυσιογνωμία στη νευροχειρουργική. Οι ασθενείς του εκτιμούν τόσο την επαγγελματική του εμπειρία όσο και την ενσυναισθητική του προσέγγιση στην ανάπτυξη εξατομικευμένων θεραπευτικών σχεδίων και στην παροχή ολοκληρωμένων πληροφοριών. Η συντακτική ομάδα του Leading Medicine Guide μπόρεσε να αποκτήσει πρόσθετες γνώσεις σχετικά με τους καλοήθεις όγκους του εγκεφάλου, τα λεγόμενα μηνιγγιώματα, μέσω μιας συνομιλίας με τον καθηγητή Δρ. Γούσια.

Τα μηνιγγιώματα αποτελούν μια σύνθετη ιατρική πρόκληση, καθώς ενώ δεν προκαλούν μεταστάσεις,  μπορούν μέσω της ανάπτυξης να ασκήσουν έντονη πίεση στις παρακείμενες δομές του εγκεφάλου και μπορεί ακόμη και να περιβάλλουν ορισμένα κρανιακά νεύρα ή σημαντικά αγγεία. Αυτοί οι όγκοι προέρχονται από κύτταρα που περιβάλλουν τον εγκέφαλο, από την λεγόμενη αραχνοειδή μήνιγγα, και χαρακτηρίζονται από αργή αλλά σταθερή αύξηση του μεγέθους τους. Οι επιπτώσεις στους ασθενείς μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με το μέγεθος, τον τύπο και την τοποθεσία του όγκου και να εκδηλώνονται με νευρολογικά συμπτώματα όπως πονοκέφαλους, διαταραχές της όρασης ή με κινητική αδυναμία (πάρεση).

“Τα μηνιγγιώματα είναι οι πιο συχνοί πρωτογενείς όγκοι του κεντρικού νευρικού συστήματος, οι οποίοι προέρχονται από ένα στρώμα των μηνίγγων, των προστατευτικών μεμβρανών του εγκέφαλου. Αποτελούν περίπου το 40% όλων των όγκων του εγκέφαλου. Αυτοί οι όγκοι συνήθως εμφανίζονται πιο αργά από άλλους τύπους όγκων και μπορεί να είναι ασυμπτωματικοί ή να εκδηλώνονται με συμπτώματα όπως πονοκέφαλοι, νευρολογικά ελλείμματα ή επιληπτικές κρίσεις. Η επίπτωση των μηνιγγιωμάτων διαφέρει ανάλογα με το φύλο και εμφανίζονται συχνότερα στις γυναίκες (περίπου 4 φορές πιο συχνά απ’ ότι στους άνδρες), γεγονός που δίνει ενδείξεις για πιθανές ορμονικές επιδράσεις. Δυστυχώς δεν υπάρχουν σαφείς εξηγήσεις γι’ αυτό. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι η συχνότητα εμφάνισης καλοηθών μηνιγγιωμάτων υπερέχει στις γυναίκες, απεναντίας τα κακοήθη μηνιγγιώματα είναι πιο συχνά στους άντρες ασθενείς. Τα παιδιά επηρεάζονται επίσης από τα μηνιγγιώματα, αλλά αυτοί οι όγκοι, οι οποίοι αναπτύσσονται πολύ αργά και συχνά χωρίς συμπτώματα, συχνά δεν διαγιγνώσκονται ή διαγιγνώσκονται μόνο τυχαία, για παράδειγμα, σε μια αξονική τομογραφία του εγκέφαλου”, εξηγεί ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας.

Τα μηνιγγιώματα ταξινομούνται ανάλογα με την βιολογική τους συμπεριφορά από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) σε τρεις κύριους τύπους:

Καλοήθη μηνιγγιώματα WHO-βαθμού 1: Αυτή είναι η πιο συχνή μορφή και αφορά περίπου το 80-90% όλων των μηνιγγιωμάτων. Αναπτύσσονται αργά, είναι συχνά καλά διαφοροποιημένα από τους γύρω ιστούς και έχουν χαμηλό ποσοστό υποτροπής. Ωστόσο ανάλογα με την τοποθεσία τους, μπορεί να προκαλέσουν νευρολογικά συμπτώματα.

Μηνιγγιώματα WHO-βαθμού 2 (κυρίως άτυπα μηνιγγιώματα): Αυτοί οι όγκοι αναπτύσσονται γρηγορότερα, έχουν πιο επιθετική συμπεριφορά, και έχουν υψηλότερο κίνδυνο υποτροπής. Περίπου το 10% των μηνιγγιωμάτων ανήκουν σε αυτή την κατηγορία. Αυτά θεωρούνται ακόμη καλοήθη.

Αναπλαστικά (κακοήθη) μηνιγγιώματα ( WHO-βαθμού 3): Αυτοί οι κακοήθεις όγκοι είναι σπάνιοι (περίπου 2-3%), επιθετικοί και αναπτύσσονται γρήγορα. Έχουν το υψηλότερο ποσοστό υποτροπής, τείνουν να εισχωρούν στους γύρω ιστούς και δεν είναι ιάσιμοι. Εδώ μια καθαρά χειρουργική θεραπεία δεν αρκεί, αλλά απαιτείται επίσης ακτινοθεραπεία.

“Με την πάροδο των ετών, οι καλοήθεις όγκοι μπορούν επίσης να εξελιχθούν σε κακοήθεις όγκους. Το ποσοστό υποτροπής είναι μεταξύ 8 και 15% εντός δέκα ετών από την πρώτη επέμβαση, ανάλογα με τον βαθμό εξαίρεσης του όγκου και την βιολογική συμπεριφορά του όγκου. Γι’ αυτό το θέμα πραγματοποιήθηκε μια μελέτη μακροχρόνιας παρακολούθησης ασθενών στη Βόννη της Γερμανίας με περίπου 1000 ασθενείς. Αυτή η μελέτη έδειξε ότι οι υποτροπές μπορούν να εμφανίζονται και σε διάφορους παράγοντες, δηλαδή δεν χρειάζεται να αντιστοιχούν μόνο στον βαθμό κακοήθειας κατά WHO του αρχικού όγκου, αλλά εξαρτώνται επίσης από άλλους παράγοντες, όπως το μέγεθος της εκτομής του όγκου αρχικά”

Παρατηρεί ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας και εξηγεί πως προσδιορίζεται ο βαθμός του όγκου:

“Πριν από την επέμβαση είναι σχετικά δύσκολο να προσδιοριστεί ο ακριβής βαθμός ενός μηνιγγιώματος, κυρίως όταν πρόκειται για τους βαθμούς 1 και 2. Επίσης είναι δύσκολο να προβλεφθεί εάν το μηνιγγίωμα θα έχει επιθετική συμπεριφορά ή όχι. Η ασφαλής διάγνωση τίθεται μετά την επέμβαση ή εναλλακτικά, μετά την βιοψία. Στους όγκους βαθμού 3 υπάρχουν κλασικές απεικονιστικές ενδείξεις μέσω MRI και CT πριν από την επέμβαση, οι οποίες μπορούν να υποδείξουν μια κακοήθη ανάπτυξη. Εδώ μπορεί κάνεις να διακρίνει, για παράδειγμα, μεγαλύτερο οίδημα γύρω από τον όγκο όπως επίσης αν η μορφολογία του όγκου είναι ετερογενής, γεγονός που υποδηλώνει μια πιο επιθετική μορφή αυτού. Η διήθηση των οστών είναι επίσης μία ένδειξη κακοήθειας. Σήμερα υπάρχουν σαφώς πιο σύγχρονες διαγνωστικές μέθοδοι όπως η PET (Τομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων) και συγκεκριμένα η FDGPET, στην οποία χρησιμοποιούνται μόρια για να διαπιστωθεί εάν ο όγκος είναι κακοήθης ή διηθητικός. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί η τεχνητή νοημοσύνη. Εδώ μπορούμε να συνδυάσουμε για παράδειγμα εικόνες από MRI με κλινικά δεδομένα και στη συνέχεια να λάβουμε πληροφορίες με την μορφή πιθανοτήτων όσον αφορά  την πιθανή εξέλιξης του όγκου. Αυτή η μέθοδος χρησιμοποιείται στη Γερμανία μόνο σε μεγάλες κλινικές.”

Η PET ( Tομογραφία Εκπομπής Ποζιτρονίων) είναι μια απεικονιστική μέθοδος που χρησιμοποιείται για την διάγνωση και παρακολούθηση ασθενειών. Η FDG-PET είναι μια ειδική μορφή της PET, που χρησιμοποιείται για τη διάγνωση και παρακολούθηση διάφορων όγκων. Σε αυτή τη μέθοδο χρησιμοποιείται μια ραδιενεργά σημειωμένη ουσία που μοιάζει πολύ με την γλυκόζη και ονομάζεται φλουδεοξυγλυκόζη, η οποία συνδέεται επιλεκτικά με υποδοχείς των καρκινικών κυττάρων. Τα καρκινικά κύτταρα απαιτούν περισσότερη ενέργεια, άρα και περισσότερη γλυκόζη από τα υγιή κύτταρα για την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη τους. Αυτή η ραδιενεργή σημείωση καθιστά δυνατή την ορατότητα των όγκων στο σώμα με την FDG-PET και την ακριβή αναγνώριση της εξάπλωσης τους. Η FDG-PET είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για την αναγνώριση υποτροπών ή υπολειμμάτων όγκου.

Η θέση και το μέγεθος ενός μηνιγγιώματος έχουν σημαντική επιρροή στην επιλογή της θεραπευτικής προσέγγισης.

Σχετικά με τη στρατηγική θεραπείας, ο καθηγητής Δρ. Γούσιας δηλώνει:

“Αν πρόκειται για κακοήθη όγκο, πρέπει σε κάθε περίπτωση να γίνει επέμβαση. Ένα μικρός καλοήθης όγκος χωρίς συμπτώματα θα πρέπει σε αντίθεση, συνήθως να παρακολουθείται τακτικά. Εδώ η θέση του καλοήθους όγκου καθορίζει πραγματικά τη στρατηγική θεραπείας. Οι απεικονιστικές μέθοδοι είναι απαραίτητες για να τεθεί να ακριβής διάγνωση και να προγραμματιστεί η αναγκαία θεραπεία. Η μαγνητική τομογραφία (MRI)  είναι ο χρυσός κανόνας για τον προσδιορισμό της θέσης και της έκτασης του όγκου, καθώς και για την αξιολόγηση της σχέσης του  με τον γύρω ιστό και δομές. Μπορεί επίσης να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την αιμάτωση του όγκου. Μια υπολογιστική τομογραφία (CT) μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά για να διακριθούν καλύτερα οστικές μεταβολές και ασβεστοποιήσεις που παρουσιάζονται συχνά στα μηνιγγιώματα. Αν ο όγκος βρίσκεται σε κρίσιμες περιοχές, όπως το κέντρο κίνησης ή ομιλίας, πρέπει να μιλήσουμε με τον ασθενή και να του εξηγήσουμε ότι ο καλοήθης όγκος μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στο κοντινό μέλλον και ίσως θα ήταν καλή ιδέα να τον αφαιρέσουμε προληπτικά πριν εμφανιστούν πιθανά προβλήματα. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε ότι ένα μηνιγγίωμα προέρχεται από μια στρώση της εγκεφαλικής μήνιγγας και όχι από την εγκεφαλική ουσία και αναπτύσσεται πιέζοντας λόγου του όγκου του τον εγκέφαλο- δεν ‘τρώει’ ιστό και δεν εισβάλλει στον εγκέφαλο. Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της επέμβασης αφαιρείται πράγματι μόνο ο όγκος και όχι και η εγκεφαλική ουσία”

Τα μηνιγγιώματα που βρίσκονται σε επιφανειακές και πιο εύκολα προσβάσιμες περιοχές του εγκέφαλου μπορούν συνήθως χειρουργικά να αφαιρεθούν πιο εύκολα και πλήρως. Αυτό ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο μετεγχειρητικών επιπλοκών και συνήθως οδηγεί σε καλύτερη πρόγνωση. Ωστόσο τα πράγματα γίνονται πιο δύσκολα σε όγκους που εντοπίζονται σε βαθύτερες ή κρίσιμες περιοχές όπως η βάση του κρανίου ή κοντά σε ζωτικές δομές. Σε τέτοιες περιπτώσεις , η πλήρης εκτομή μπορεί να σχετίζεται με υψηλοτέρους κινδύνους, γι’ αυτό συχνά εξετάζεται η υφολική εκτομή σε συνδυασμό με ακτινοθεραπεία.

Η ανάπτυξη ενός μηνιγγιώματος μπορεί να επηρεάσει σημαντικά τη νευρολογική λειτουργία του ασθενούς, καθώς αυτοί οι όγκοι λόγω της θέσης και του μεγέθους τους, μπορούν να ασκήσουν πίεση σε παρακείμενες εγκεφαλικές δομές.

Το μέγεθος του όγκου παίζει σημαντικό ρολό. Μικρότερα μηνιγγιώματα υπόκεινται συνήθως μια τακτική ακτινολογική παρακολούθηση, ιδιαίτερα όταν είναι ασυμπτωματικά και αναπτύσσονται αργά. Σε μεγαλύτερα μηνιγγιώματα που προκαλούν συμπτώματα ή αναπτύσσονται γρηγορά, συνήθως επιδιώκεται η χειρουργική παρέμβασής για να μειωθεί η πίεση στις παρακείμενες δομές και για να ανακουφιστούν τα συμπτώματα.

“Ένα μηνιγγίωμα αναπτύσσεται συνήθως πολύ αργά, κατά μέσο όρο 1-2mm το χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι γενικά δεν υπάρχει βιασύνη. Μπορεί επίσης να αντιμετωπιστεί καλά με αντιοιδηματικά φάρμακα όπως η κορτιζόνη. Προσωπικά, όταν υπάρχει η ένδειξη για χειρουργείο, θα συνιστούσα να μην προγραμματίζεται η πιθανή χειρουργική επέμβαση πολύ μακριά στο μέλλον, προκειμένου να αποφευχθούν πιθανά συμπτώματα. Διότι ακόμη και ξαφνικές επιληπτικές κρίσεις μπορεί να προκληθούν από έναν πιεστικό όγκο. Για αυτόν τον λόγο, σε περίπτωση μηνιγγιώματος που χρήζει χειρουργείου, θα συμβούλευα τον ασθενή να προχωρήσει σε πρώιμη επέμβαση η οποία θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί για παράδειγμα δυο εβδομάδες μετά από μια ενημερωτική συζήτηση με τον νευροχειρουργό του” προτείνει ο καθηγητής Δρ. Γούσιας.

Πονοκέφαλοι, επιληπτικές κρίσεις, διαταραχές όρασης, προβλήματα ομιλίας και μνήμης, καθώς και κινητικές ελλείψεις ανήκουν στα πιθανά συμπτώματα ενός μηνιγγιώματος. Η σοβαρότητα και ο τύπος των συμπτωμάτων εξαρτώνται από το αν ο όγκος πιέζει ευαίσθητους εγκεφαλικούς τομείς ή επηρεάζει σημαντικές νευρικές διαδρομές.

Η μετάβαση από μια στρατηγική παρακολούθησης και αναμονής στην απόφαση για μια επέμβαση είναι ιδιαίτερα απαραίτητη όταν η ανάπτυξη του όγκου φτάνει σε ένα επίπεδο που αυξάνει τον κίνδυνο μόνιμων νευρολογικών βλαβών ή αποτελεί απειλή για τη ζωή του ασθενούς. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να απαιτούνται χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοθεραπεία ή άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις για την αφαίρεση ή τη μείωση του όγκου, μειώνοντας έτσι την πίεση στον εγκέφαλο και προστατεύοντας τη νευρολογική του λειτουργία.

Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί αρκετές καινοτόμες χειρουργικές τεχνικές και ελάχιστα επεμβατικές μέθοδοι στη νευροχειρουργική, ιδιαίτερα για την θεραπεία των μηνιγγιωμάτων.

“Όσο μεγαλύτερος είναι ο όγκος, τόσο μεγαλύτερη πρέπει να είναι η προσπέλαση για να μπορέσουμε να αφαιρέσουμε ριζικά τον όγκο. Διότι μόνο τότε μπορούμε να μειώσουμε τον κίνδυνο επανεμφάνισης. Σε περίπου 50% των ασθενών, ο όγκος βρίσκεται στη βάση του κρανίου, που δεν είναι εύκολα προσβάσιμη. Παλαιότερα, γίνονταν πολύ μεγάλες τομές με σχετικά σημαντική καταστροφή του ιστού (οστού ή μυός) στην περιοχή της προσπέλασης. Σήμερα, αυτό δεν είναι πλέον απαραίτητο χάρη σε ενδοσκοπικές διαδικασίες. Έτσι, για παράδειγμα, μέσω προσπέλασης ‘οπής κλειδαρότρυπας’ μέσα από τα φρύδια, πίσω από το αυτί ή μέσω της μύτης, μπορούμε με πολύ μικρές τομές ή με μια μικρή τρύπα να φτάσουμε εύκολα στον όγκο. Η διάρκεια της επέμβασης εξαρτάται φυσικά από την θέση και το μέγεθος του όγκου, αλλά κατά μέσο όρο διαρκεί περίπου δύο ώρες. Σε μεγαλύτερους όγκους, η επέμβαση μπορεί να διαρκέσει και μέχρι πέντε ώρες. Μετά από 2-3 ημέρες στο νοσοκομείο, ο ασθενής μπορεί συνήθως να επιστρέψει στο σπίτι του. Κάποιους ασθενείς τους κρατάμε λίγο περισσότερο για παρακολούθηση στο νοσοκομείο, καθώς μπορεί να ακολουθήσει εγκεφαλικό οίδημα μετά την επέμβαση, και αυτό ισχύει για μεγαλύτερους άτυπους όγκους της βάσης του κρανίου”, τονίζει ο καθηγητής Δρ. Γούσιας και προσθέτει ακόμη σημαντικές πληροφορίες σχετικά με πιο ευαίσθητες περιοχές του κρανίου:

“Ο αναμενόμενος φόβος των ασθενών μπορεί να μειωθεί μόνο μέσω καλής ενημέρωσης, αλλά η ανησυχία παραμένει. Για τα μηνιγγιώματα, ισχύει έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν είναι καλοήθη, ότι μπορούν να επηρεάσουν ευαίσθητες περιοχές όπως το οπτικό νεύρο. Ένα μηνιγγίωμα έχει σκληρή δομή, και όταν αυτός ο σκληρός όγκος προσκολλάται σε μια νευρική δομή, είναι δύσκολο να αφαιρεθεί εντελώς χωρίς να επηρεάσεις το νεύρο. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μετεγχειρητικά νευρολογικά ελλείμματα, τα οποία μπορεί να είναι προσωρινά ή μόνιμα. Στόχος της νευροογκολογικής χειρουργικής είναι πάντα να μην προκαλεί μόνιμη βλάβη. Ο ασθενής δεν θα πρέπει να αποκτά νέα μόνιμα ενοχλήματα από την επέμβαση, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της επέμβασης κρίνω ότι είναι καλύτερο για τον ασθενή,  να αφήσω ένα μικρό μέρος του όγκου σε σημαντικές δομές. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχει περισσότερη σημασία μια μελλοντική ραδιοχειρουργική θεραπεία ή ακτινοβολία. Ευτυχώς, η νευροχειρουργική έχει εξελιχθεί έτσι ώστε σήμερα σπάνια να παραμένουν υπολείμματα όγκων.”

Νευροπλοήγηση και ενδοχειρητική απεικόνιση, βασισμένες σε δεδομένα σε πραγματικού χρόνου από ΜRI ή CT, επιτρέπουν μια ακριβή πλοήγηση και επαλήθευση της αφαίρεσης του όγκου κατά τη διάρκεια της επέμβασης. “Η ακτινοχειρουργική όπως το GammaKnife ή το CyberKnife, μια μη επεμβατική ακτινοβολία των μηνιγγιωμάτων, γίνεται κυρίως σε ασθενείς που δεν επιθυμούν χειρουργική επέμβαση. Εδώ ο όγκος δεν αφαιρείται, και πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι καλοήθεις όγκοι γενικά δεν είναι τόσο ευαίσθητοι στην ακτινοβολία – η επίδραση της ακτινοβολίας δεν είναι τόσο αποτελεσματική όσο η αφαίρεση του όγκου”, τονίζει ο Καθηγητής Δρ. Γούσιας.

Ο κίνδυνος επανεμφάνισης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού αφαίρεσης του όγκου, του τύπου και του βαθμού του όγκου, καθώς και των μοριακών του χαρακτηριστικών.

Όσον αφορά αυτό εξηγεί ο καθηγητής Δρ. Γούσιας: “Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει ο κίνδυνος να επανέλθει ο όγκος. Από 100 ασθενείς με μηνιγγίωμα που υποβάλλονται σε χειρουργική εξαίρεση, αναμένουμε περίπου 10 με 15 ασθενείς να εμφανίσουν υποτροπή εντός των πρώτων 10 ετών. Σαφέστατα , όμως το μέγεθος του όγκου όταν θα επανεμφανισθεί δεν θα είναι το ίδιο με το μέγεθος που είχε όταν χειρουργήθηκε. Η πιθανότητα υποτροπής εξαρτάται αφενός από την βιολογία του όγκου, την οποία δεν μπορούμε να αλλάξουμε και αφετέρου από τον χειρουργικό παράγοντα. Εάν ο όγκος μπορεί να αφαιρεθεί ριζικά, συμπεριλαμβανομένης της προσκόλλησης του σε μήνιγγα, οστό ή μύες για να αφαιρεθούν όλα τα υπολείμματα του όγκου , τότε ο κίνδυνος υποτροπής μειώνεται σημαντικά. Μετά από μία συντηρητική αμυντική εκτομή, ο παραπάνω κίνδυνος υπερδιπλασιάζεται. Εάν ένα υπόλειμμα όγκου παραμείνει, η περεταίρω διαδικασία αντιμετώπισης θα συζητηθεί στο ογκολογικό συμβούλιο για να αποφασιστεί εάν αυτό το υπόλειμμά πρέπει να ακτινοβοληθεί”.

Στη νευροχειρουργική, ο ρυθμός υποτροπής αξιολογείται συχνά με βάση την λεγόμενη ταξινόμηση Simpson, η οποία κυμαίνεται από πλήρη αφαίρεση του όγκου και των προσμείξεων (βαθμός I) έως μερική εκτομή (βαθμός V). Με πλήρη αφαίρεση του όγκου (Simpson-βαθμός I-II), η συχνότητα ελέγχου μπορεί να είναι χαμηλότερη από ότι με ανεπαρκή εκτομή (βαθμός III-V), όπου ο κίνδυνος υποτροπής είναι υψηλότερος. Από την άλλη πλευρά, η ιστολογική ταξινόμηση του μηνιγγιώματος παίζει επίσης σημαντικό ρόλο. Τα καλοήθη μηνιγγιώματα (βαθμός WHO 1) έχουν χαμηλότερο κίνδυνο υποτροπής, ενώ τα άτυπα (βαθμός WHO 2) ή αναπλαστικά (βαθμός WHO 3) μηνιγγιώματα μπορεί να επανεμφανιστούν πιο συχνά και πιο επιθετικά, απαιτώντας πιο συχνή παρακολούθηση.

Τακτικές μεταχειριστικές εξετάσεις και απεικονιστικοί έλεγχοι παίζουν κεντρικό ρόλο στη θεραπεία και παρακολούθηση ασθενών μετά την αφαίρεση ενός μηνιγγιώματος.

“Ο ασθενής χρειάζεται σε κάθε περίπτωση έλεγχο της πορείας του. Μια λογική προγραμματισμένη παρακολούθηση αρχίζει με την μετεγχειρητική μαγνητική τομογραφία και την παρακολούθηση στο νοσοκομείο μετά την επέμβαση, ακολουθούμενη από μια ετήσια παρακολούθηση ή σε κάποιες περιπτώσεις κάθε έξι μήνες. Εάν όλα παραμείνουν σταθερά, αρκεί μια παρακολούθηση κάθε δύο χρόνια. Ο ασθενής μπορεί να συνεχίσει τη ζωή του μετά την επέμβαση όπως συνήθως. Δεν υπάρχουν σίγουροι παράγοντες που να ευνοούν την ανάπτυξη ή την επανεμφάνιση ενός μηνιγγιώματος μετά από μια επέμβαση”, αναφέρει ο Καθηγητής Δρ. Γουσιάς και προσθέτει στο τέλος της συζήτησής μας:

“Στη Γερμανία (και εδώ στην Αθήνα) λειτουργεί πολύ καλά το απαραίτητο διεπιστημονικό ογκολογικό συμβούλιο με νευρολόγους, ογκολόγους, ακτινοθεραπευτές, χειρουργούς και νευροχειρουργούς. Πιστεύω ότι στο μέλλον θα υπάρξουν σημαντικές βελτιώσεις στη διάγνωση για την καλύτερη πρώιμη ανίχνευση. Η μοριακή απεικόνιση με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης είναι ήδη πολύ αποτελεσματική. Οι δυνατότητες θεραπείας είναι ήδη πολύ καλύτερες σε σχέση με αυτές από πριν από μερικά χρόνια. Αυτή τη στιγμή δοκιμάζεται πολύ μια φαρμακευτική συμπληρωματική θεραπεία. Αυτή τη στιγμή διεξάγονται αρκετές μελέτες, για τις οποίες σίγουρα θα ακούσουμε σύντομα”.

Πολλές ευχαριστίες αξιότιμε Καθηγητή Δρ. Γούσια και πολλούς χαιρετισμούς στην Αθήνα.

Σχετικά Άρθρα

Φόρμα Επικοινωνίας